υδατοτροφής

υδατοτροφής
-ές, Α
ὑδατοτρεφής*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού ὑδατοτρεφής, σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού τρέφω (πρβλ. ευ-τροφής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”